αξιοπρεπης

αξιοπρεπης
    ἀξιοπρεπής
    ἀξιο-πρεπής
    2
    исполненный достоинства, величественный
    

(σῶμα Xen.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αξιοπρεπης" в других словарях:

  • ἀξιοπρεπής — proper masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αξιοπρεπής — ές (Α ἀξιοπρεπής ές) νεοελλ. αυτός που τον διακρίνει αυτοσεβασμός, ανωτερότητα, σοβαρότητα, άψογη συμπεριφορά ||αρχ. μσν.) ο κατάλληλος, ο καθώς πρέπει, ο ταιριαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + πρεπής < πρέπω] …   Dictionary of Greek

  • αξιοπρεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς ο με ευγένεια στο ήθος, σεμνός, σοβαρός: Όλοι τον γνώριζαν σαν άνθρωπο πολύ αξιοπρεπή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀξιοπρεπῆ — ἀξιοπρεπής proper neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀξιοπρεπής proper masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀξιοπρεπής proper masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιοπρεπέστερον — ἀξιοπρεπής proper adverbial comp ἀξιοπρεπής proper masc acc comp sg ἀξιοπρεπής proper neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιοπρεπεῖς — ἀξιοπρεπής proper masc/fem acc pl ἀξιοπρεπής proper masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιοπρεπές — ἀξιοπρεπής proper masc/fem voc sg ἀξιοπρεπής proper neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιοπρεπέστατον — ἀξιοπρεπής proper masc acc superl sg ἀξιοπρεπής proper neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιοπρεπεστάτη — ἀξιοπρεπής proper fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιοπρεπεστάτην — ἀξιοπρεπής proper fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιοπρεπεστάτου — ἀξιοπρεπής proper masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»